Η προνύμφη λοιπόν του πυρηνοτρήτη της ελιάς ζει ως φυλλορυκτική και φυλλοφάγος, ως ανθορυκτική και ανθοφάγος και ως καρπορυκτική και καρποφάγος. Η ζημιά στα ώριμα φύλλα το χειμώνα και στους οφθαλμούς, νεαρούς βλαστούς και φύλλα τις αρχές της άνοιξης, κατά κανόνα δεν είναι αξιόλογη. Υπάρχουν όμως λίγες περιπτώσεις όπου σε νεαρά δενδρύλλια η ζημιά ίσως δικαιολογεί τη λήψη μέτρων καταπολέμησης. Η ζημιά στα άνθη από την ανθοφάγο γενεά, επίσης θεωρείται κατά κανόνα μικρής οικονομικής σημασίας, διότι σε χρονιές άφθονης ή μέτριας ανθοφορίας καταστρέφει ένα μικρό ποσοστό των ανθέων που πρόκειται να δώσουν καρπούς. Θεωρείται ότι σε δέντρα με άφθονη ανθοφορία, 3 – 5% των ανθέων αρκεί για να δώσει μια καλή σοδειά (Κυπαρισσούδας και Μπρούμας 1990). Συνεπώς, όταν η ανθοφορία είναι τουλάχιστον μέτρια, καταστροφή μεγάλου πληθυσμού των ανθέων από το έντομο αυτό, ή άλλα αίτια, δεν μειώνει αισθητά την σοδειά. Σε περίπτωση όμως πολύ μικρής ανθοφορίας, πυκνός πληθυσμός του εντόμου μπορεί να κάνει ζημιά.
Γενικά όμως, τη σοβαρή ζημιά στην ελαιοπαραγωγή την προκαλεί η καρποφάγος γενεά. Η καρπόπτωση που η γενεά αυτή προκαλεί το φθινόπωρο στους αναπτυγμένους καρπούς μπορεί να είναι σοβαρή. Εξίσου όμως σοβαρή, αν όχι σοβαρότερη, μπορεί να είναι και η θερινή καρπόπτωση σε ορισμένες ποικιλίες ελιάς (Πολυράκης 1996, Παρασκάκης 1997, Χατζηγεωργίου και Προφήτου – Αθανασιάδου 1997).
Ο πυρηνοτρήτης έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς, όπως, αρπακτικά Δίπτερα, Λεπιδόπτερα και Νευρόπτερα και πολλά παρασιτικά Υμενόπτερα και Δίπτερα. Από τους εχθρούς του αυτούς σημαντικότεροι είναι τα Ageniaspis fuscicollis var. praysincola, Chelonus eleaphilus, Trichogramma spp. Eν τούτοις, δεν είναι ικανά να περιορίσουν τον πυρηνοτρήτη σε ανεκτά επίπεδα πληθυσμού.