Οι κλιματικές συνθήκες και οι εποχιακές αλλαγές επηρεάζουν σημαντικά τις φαινολογικές φάσεις της ελιάς, από τη βλαστική ανάπτυξη έως την ανθοφορία και την ανάπτυξη των καρπών. Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε αυτές τις διαδικασίες και, κατά συνέπεια, στην ποσοτική και ποιοτική απόδοση των ελιών.
Στο βόρειο ημισφαίριο, η ελιά περνά από δύο περιόδους βλαστικής ανάπτυξης:
– από τον Μάρτιο έως τα μέσα Ιουλίου και
– από τον Σεπτέμβριο έως τα μέσα Οκτωβρίου,
με την προϋπόθεση ότι υπάρχει διαθέσιμο νερό. Η βέλτιστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη της ελιάς κυμαίνεται από 10 έως 30°C, αλλά οι θερμοκρασίες άνω των 35°C μπορούν να περιορίσουν την ανάπτυξη βλαστών και βλαστών.
Η ανάπτυξη των ελιών αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις:
μια πρώτη ταχεία φάση, ακολουθούμενη από μια επιβράδυνση και μια τρίτη, πιο αργή φάση ανάκτησης.
Κατά τη φάση ανάπτυξης του ελαιοπολτού, συμβαίνει ταχεία διαίρεση και πολλαπλασιασμός των κυττάρων. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη επιβραδύνεται ή σταματά προσωρινά, κατά τη διάρκεια του οποίου ο πυρήνας σκληραίνει. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη επαναλαμβάνεται γρήγορα, κυρίως μέσω της επέκτασης των κυττάρων του πολτού, φέρνοντας τις ελιές στο τελικό τους μέγεθος και προάγοντας το σχηματισμό λιπών μέσα στα κύτταρα, μια διαδικασία γνωστή ως ελαιοποίηση ή ελαιογένεση. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης επιτρέπει στο φυτό να κατανέμει βέλτιστα τα θρεπτικά συστατικά και το νερό, υποστηρίζοντας όχι μόνο την ανάπτυξη των ελιών, αλλά και του φυλλώματος και των ριζών.