Τα κίτρινα ακτινίδια υπερτερούν ελαφρώς διατροφικά, παρουσιάζοντας υψηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης C και άλλων αντιοξειδωτικών συστατικών, στοιχείο που συμβάλλει στην υψηλή εμπορική τους αξία και τις υψηλότερες τιμές που σημειώνουν στην παγκόσμια αγορά.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι οι περισσότερες κίτρινες ποικιλίες είναι διαθέσιμες μέσω συστήματος “συμβολαιακής” παραγωγής. Οι εταιρείες που αναπτύσσουν και διαχειρίζονται τα δικαιώματα αυτών των ποικιλιών, πωλούν το πολλαπλασιαστικό υλικό αποκλειστικά σε συμβεβλημένους παραγωγούς, οι οποίοι δεσμεύονται να διαθέτουν τη συγκομιδή τους στις ίδιες εταιρείες. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί πλήρως την εμπορική πρακτική, σε σχέση με τις ελεύθερα καλλιεργούμενες πράσινες ποικιλίες.
Σημαντική παραμένει και η διαφοροποίηση στη γεύση, όπου το πράσινο ακτινίδιο χαρακτηρίζεται από όξινο και δροσερό προφίλ, ενώ το κίτρινο διαθέτει σαφώς πιο γλυκιά γεύση. Η προτίμηση μεταξύ των δύο τύπων είναι ωστόσο υποκειμενική και εξαρτάται από τις καταναλωτικές συνήθειες κάθε αγοράς, με τις βόρειες χώρες να διατηρούν ιστορικά προτίμηση προς το πράσινο ενώ οι χώρες της Ασίας στο κίτρινο.
Σύμφωνα με τον κ. Έξαρχο, το κάθε είδος του ακτινιδίου θα δημιουργήσει διαφορετικό καταναλωτικό κοινό και ελάχιστα θα ανταγωνιστεί το ένα το άλλο.
Αυτό βέβαια συνεπάγεται ότι οι τιμές πώλησης τα επόμενα χρόνια, θα είναι σε πολύ καλά επίπεδα για τον παραγωγό, σε όλα τα είδη ακτινιδίων.







