Τα περισσότερα είδη οπωροφόρων δένδρων (δένδρα που καλλιεργούνται για τους καρπούς τους) με τις κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες και κάτω από ιδανικές εδαφοκλιματικές συνθήκες παρουσιάζουν συνήθως πλούσια ανθοφορία η οποία εξελίσσεται σε υπερβολική καρποφορία, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες επικονίασης και γονιμοποίησης είναι ιδανικές, την οποία το δένδρο δεν μπορεί να αντέξει και εξαντλείται. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται αραίωμα ανθέων και καρπών (Σφακιωτάκης, 1993).
Με τον όρο αραίωμα ανθέων και καρπών εννοούμε την αφαίρεση ενός μέρους των ανθέων ή των νεαρών καρπών (καρπιδίων), αντίστοιχα, αρκετό χρόνο πριν την συγκομιδή, για να εξοικονομηθούν ανόργανες και οργανικές ουσίες που θα χρησιμεύσουν στο να αποκτήσουν οι υπόλοιποι καρποί εμπορεύσιμο μέγεθος, καλό χρώμα και άριστη ποιότητα. Επίσης, ενισχύεται η βλάστηση του δένδρου και διαφοροποιούνται περισσότεροι ανθοφόροι οφθαλμοί για τον επόμενο χρόνο (Σφακιωτάκης, 1993).
Συνολικά, με το αραίωμα ανθέων και καρπών επιτυγχάνεται:
1) η αύξηση του μεγέθους και της ομοιομορφίας των καρπών,
2) η βελτίωση του χρώματος των καρπών καθώς αντιστοιχούν περισσότεροι υδατάνθρακες ανά καρπό, λόγω της αύξησης του αριθμού των φύλλων ανά καρπό, οι οποίοι ευνοούν το σχηματισμό χρωστικών ουσιών
3) η βελτίωση της εσωτερικής ποιότητας και γεύσης των καρπών, καθώς αυξάνει η αναλογία σακχάρων προς οξέα και οι καρποί παίρνουν την επιθυμητή προς τους καταναλωτές γεύση
4) η εξασφάλιση της επετειοφορίας των δένδρων, αφού μέρος από τις παραγόμενες ουσίες διοχετεύεται στη νέα βλάστηση με αποτέλεσμα το σχηματισμό νέων καρποφόρων οργάνων για την επόμενη χρονιά
5) η διατήρηση της ευρωστίας και του σχήματος των δένδρων, καθώς ελαττώνεται το συνολικό βάρος των καρπών ανά δένδρο και μειώνονται οι πιθανότητες θραύσης των κλάδων και των βραχιόνων από υπερβολικό φορτίο
6) η ελαφρά πρωίμιση της συγκομιδής, καθώς οι αραιωμένοι καρποί ωριμάζουν νωρίτερα (Σφακιωτάκης, 1993).
Το αραίωμα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο κατά την άνθηση (αραίωμα ανθέων) όσο και μετά την καρπόδεση (αραίωμα καρπών). Ο χρόνος εφαρμογής του αραιώματος εξαρτάται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται. Αν επιδιώκεται η αύξηση του μεγέθους των καρπών πρέπει να γίνεται πριν το τέλος της περιόδου των κυτταροδιαιρέσεων, δηλαδή πριν ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο αύξησης των καρπών, καθώς έτσι αυξάνεται ο αριθμός των κυττάρων ανά καρπό και επιτυγχάνεται ο σχηματισμός μεγάλων καρπών. Αν επιδιώκεται η ρύθμιση της παρενιαυτοφορείας των δένδρων, το αραίωμα καρπών πρέπει να γίνεται αρκετά νωρίς για να έχει ευνοϊκή επίδραση στην καρποφορία της επόμενης χρονιάς (Σφακιωτάκης, 1993). Σημειώνεται ότι τα περισσότερα είδη φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων διαφοροποιούν ανθοφόρους οφθαλμούς τους μήνες Ιούνιο–Ιούλιο.
Συνήθως, το αραίωμα των ανθέων γίνεται κατά την πλήρη άνθηση, πάντα μετά την παρέλευση της επικίνδυνης περιόδου των παγετών, ενώ το αραίωμα των καρπών γίνεται μετά το τελευταίο κύμα της φυσιολογικής καρπόπτωσης (Βασιλακάκης & Θεριός, 2001). Σε περιοχές που ο κίνδυνος όψιμων-ανοιξιάτικων παγετών είναι αυξημένος κατά την περίοδο της ανθοφορίας των δένδρων, το αραίωμα των ανθέων είναι επισφαλές και πρέπει να αποφεύγεται.
Το αραίωμα ανθέων και καρπών εφαρμόζεται στα είδη μηλιά, αχλαδιά, ροδακινιά, βερικοκιά και Ιαπωνική μουσμουλιά. Σπάνια εφαρμόζεται στην κερασιά, στη βυσσινιά, στην αμυγδαλιά, στη φιστικιά, στην ακτινιδιά και στα εσπεριδοειδή (Παπαδάκης, 2008).
Το αραίωμα γίνεται με το χέρι, με μηχανικά και χημικά μέσα. Με το χέρι είναι ο πιο συνηθισμένος και αποτελεσματικός τρόπος αραιώματος, καθώς ο εργάτης έχει τον πλήρη έλεγχο των καρπών που αφαιρεί. Παράλληλα όμως είναι και ο πιο δαπανηρός τρόπος, καθώς απαιτούνται πολλοί εργάτες και έτσι αυξάνεται το κόστος παραγωγής. Οι καρποί αποσπώνται με τα δάκτυλα, με ψαλίδια ή με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων, όπως ραβδιά ντυμένα με καουτσούκ για να μην τραυματίζονται οι βλαστοί και οι καρποί που παραμένουν στο δένδρο. Η μέθοδος αραιώματος με το χέρι εφαρμόζεται κυρίως για αραίωμα καρπών και σπανιότερα για το αραίωμα των ανθέων (Ποντίκης, 1997).